- λογόγριφος
- ογρίφος κατά τον οποίο ζητείται να βρεθεί άλλη λέξη ή να σχηματιστεί φράση από ένα ή περισσότερα γράμματα μιας ή περισσότερων λέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. logogriphe < logo- (< λογο-*) + griphe (< γρῖφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περ. Νέα Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.